- ανακέλαδος
- ἀνακέλαδος, ο (Α)δυνατή κραυγή, έντονος θόρυβος, οχλοβοή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* επιτ. + κέλαδος «φωνή, βοή, κραυγή»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακελαδώ — εω (Μ ἀνακελαδῶ) [ἀνακέλαδος] 1. ηχώ, θορυβώ, κελαρίζω 2. ξανακελαηδώ … Dictionary of Greek
κέλαδος — κέλαδος, ὁ (Α) (ποιητ. τ.) 1. θόρυβος που μοιάζει με αυτόν τού νερού το οποίο κυλά ορμητικά 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. (ποιητ. λ.) δυνατός και καθαρός μουσικός ήχος 4. μεγάλος θόρυβος, φωνή, βοή, κραυγή 5. ισχυρό, έντονο και καθαρό κελάδημα τών… … Dictionary of Greek